Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ναρκοσυλλέκτις οι ναρκοσυλλέκτιδες
      γενική της ναρκοσυλλέκτιδος
(ναρκοσυλλέκτιδας)
των ναρκοσυλλεκτίδων
(ναρκοσυλλέκτιδων)
    αιτιατική τη ναρκοσυλλέκτιδα τις ναρκοσυλλέκτιδες
     κλητική ναρκοσυλλέκτι (ναρκοσυλλέκτις) ναρκοσυλλέκτιδες
Κλίση από τα αρχαία ελληνικά. Οι τύποι γενικής '-ιδας, -'ιδων, στη δημοτική.
Κατηγορία όπως «συνεργάτις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ναρκοσυλλέκτις < ναρκοσυλλέκτ(ης) + -ις

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /naɾ.ko.siˈle.ktis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ναρ‐κο‐συλ‐λέ‐κτις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ναρκοσυλλέκτις θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία