ναρκοθετήσεις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
ναρκοθετήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ναρκοθετώ
- θα ναρκοθετήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ναρκοθετώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
ναρκοθετήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ναρκοθέτηση