μύωμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μύωμα | τα | μυώματα |
γενική | του | μυώματος | των | μυωμάτων |
αιτιατική | το | μύωμα | τα | μυώματα |
κλητική | μύωμα | μυώματα | ||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μύωμα < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική myome < αρχαία ελληνική μῦς
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμύωμα ουδέτερο
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Myoma στην αγγλική Βικιπαίδεια