μύδρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μύδρος | οι | μύδροι |
γενική | του | μύδρου | των | μύδρων |
αιτιατική | τον | μύδρο | τους | μύδρους |
κλητική | μύδρε | μύδροι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μύδρος < αρχαία ελληνική μύδρος
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μύδρος αρσενικό
- πέτρωμα σε τήξη που τινάζεται από ηφαίστειο
- (παρωχημένο) βλήμα πυροβόλου όπλου παλαιότερης εποχής (βλήμα ολμοβόλου, οβίδα κανονιού)
- (μεταφορικά) έντονη κριτική
- ο λυκειάρχης εξαπέλυσε μύδρους εναντίον των μαθητών
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μύδρος αρσενικό