Δείτε επίσης: Μόρος

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μόρος οἱ μόροι
      γενική τοῦ μόρου τῶν μόρων
      δοτική τῷ μόρ τοῖς μόροις
    αιτιατική τὸν μόρον τοὺς μόρους
     κλητική ! μόρε μόροι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μόρω
γεν-δοτ τοῖν  μόροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μόρος' < θέμα μορ-, μεταπτωτική βαθμίδα θέματος που απαντά και στο μείρομαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)mer- (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μόρος, -ου αρσενικό

  1. το προκαθορισμένο τέλος της ζωής των θνητών, η μοίρα, το πεπρωμένο, ο θάνατος, ο όλεθρος
  2. → και δείτε Μόρος: ο γιός της Νυκτός

Παράγωγα επεξεργασία

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις μοῖρα και μείρομαι

  Πηγές επεξεργασία