Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μόθος οἱ μόθοι
      γενική τοῦ μόθου τῶν μόθων
      δοτική τῷ μόθ τοῖς μόθοις
    αιτιατική τὸν μόθον τοὺς μόθους
     κλητική ! μόθε μόθοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μόθω
γεν-δοτ τοῖν  μόθοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μόθος < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μόθος, -ου αρσενικό

  1. ο πάταγος της μάχης
  2. ο θόρυβος του καλπασμού

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία