μόα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μόα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μόα ουδέτερο άκλιτο
- (παλαιοντολογία, πτηνό) είδος νεοζηλανδικού πτηνού που έχει εκλείψει
Δείτε επίσης επεξεργασία
- μόα στη Βικιπαίδεια
μόα ουδέτερο άκλιτο