Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μωλωπισμός οι μωλωπισμοί
      γενική του μωλωπισμού των μωλωπισμών
    αιτιατική τον μωλωπισμό τους μωλωπισμούς
     κλητική μωλωπισμέ μωλωπισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μωλωπισμός < μεσαιωνική ελληνική μωλωπισμός[1] [2] < ελληνιστική κοινή μωλωπίζω < αρχαία ελληνική μώλωψ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μωλωπισμός αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. μωλωπισμός - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
  2. μωλωπισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας