μυστικιστής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μυστικιστής < μυστικισμός + -τής
Ουσιαστικό επεξεργασία
μυστικιστής αρσενικό (θηλυκό: μυστικίστρια)
- αυτός που είναι οπαδός του μυστικισμού
μυστικιστής αρσενικό (θηλυκό: μυστικίστρια)