Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μυστηριωδώς < μυστηριώδης

  Επίρρημα επεξεργασία

μυστηριωδώς

  • κατά μυστηριώδη τρόπο, χωρίς να μπορεί κανείς να εξηγήσει

  Μεταφράσεις επεξεργασία