μυριόφωνων
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
μυριόφωνων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του μυριόφωνος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του μυριόφωνος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του μυριόφωνος
μυριόφωνων