Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μυριαρίφνητος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
μυριαρίφνητ
ος
η
μυριαρίφνητ
η
το
μυριαρίφνητ
ο
γενική
του
μυριαρίφνητ
ου
της
μυριαρίφνητ
ης
του
μυριαρίφνητ
ου
αιτιατική
τον
μυριαρίφνητ
ο
τη
μυριαρίφνητ
η
το
μυριαρίφνητ
ο
κλητική
μυριαρίφνητ
ε
μυριαρίφνητ
η
μυριαρίφνητ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
μυριαρίφνητ
οι
οι
μυριαρίφνητ
ες
τα
μυριαρίφνητ
α
γενική
των
μυριαρίφνητ
ων
των
μυριαρίφνητ
ων
των
μυριαρίφνητ
ων
αιτιατική
τους
μυριαρίφνητ
ους
τις
μυριαρίφνητ
ες
τα
μυριαρίφνητ
α
κλητική
μυριαρίφνητ
οι
μυριαρίφνητ
ες
μυριαρίφνητ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
μυριαρίφνητος
<
μύριος
+
αρίφνητος
< αναρίθμητος
Επίθετο
επεξεργασία
μυριαρίφνητος -η, -το
επιτατικό
του
αρίφνητος
, αυτός που δεν μετριέται
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μυριαρίφνητος