μυκοβακτήριο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μυκοβακτήριο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική mycobacterium < αρχαία ελληνική μύκης + βακτήριον, υποκοριστικό του βακτηρίς / βακτηρία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μυκοβακτήριο ουδέτερο
- (ιατρική, βιολογία) ραβδόμορφο βακτήριο του γένους Mycobacterium της οικογένειας Mycobacteriaceae, που προκαλεί ασθένειες όπως η φυματίωση, η λέπρα κ.ά.
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Mycobacterium στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
μυκοβακτήριο