Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μυθολογώ < αρχαία ελληνική μυθολογέω / μυθολογῶ

  Ρήμα επεξεργασία

μυθολογώ (παθητική φωνή: μυθολογούμαι)

  1. διηγούμαι μύθους
  2. έχω ως επαγγελματική ενασχόληση τη μυθολογία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία