μυζητήρ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | μυζητήρ | οἱ | μυζητῆρες | ||||
γενική | τοῦ | μυζητῆρος | τῶν | μυζητήρων | ||||
δοτική | τῷ | μυζητῆρι | τοῖς | μυζητῆρσι(ν) | ||||
αιτιατική | τὸν | μυζητῆρα | τοὺς | μυζητῆρας | ||||
κλητική ὦ! | μυζητήρ | μυζητῆρες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'κλητήρ' όπως «κλητήρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μυζητήρ, -ῆρος αρσενικό
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ σελ. 676, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου