μυελοσκλήρυνση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μυελοσκλήρυνση | οι | μυελοσκληρύνσεις |
γενική | της | μυελοσκλήρυνσης* | των | μυελοσκληρύνσεων |
αιτιατική | τη | μυελοσκλήρυνση | τις | μυελοσκληρύνσεις |
κλητική | μυελοσκλήρυνση | μυελοσκληρύνσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, μυελοσκληρύνσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μυελοσκλήρυνση < μυελός + -ο- + σκλήρυνση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική myelofibrosis)
Ουσιαστικό επεξεργασία
μυελοσκλήρυνση θηλυκό
- (ιατρική) άλλη μορφή του μυελοΐνωση
Μεταφράσεις επεξεργασία
μυελοσκλήρυνση
|