Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπόνους < αγγλική bonus[1] [2] < λατινική bonus < παλαιά λατινική duenos < duonus < πρωτοϊταλική *dwenos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dew- (δείχνω εύνοια ή σεβασμό)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπόνους ουδέτερο άκλιτο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. μπόνους - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. μπόνουςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)