Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
Μπρικέτες από άνθρακα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπρικέτα οι μπρικέτες
      γενική της μπρικέτας των (μπρικετών)
    αιτιατική την μπρικέτα τις μπρικέτες
     κλητική μπρικέτα μπρικέτες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπρικέτα < (άμεσο δάνειο) γαλλική briquette < brique (τούβλο)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπρικέτα θηλυκό

  • πλίνθος φτιαγμένος από κάποιο υλικό σε λεπτό διαμερισμό, το οποίο μορφοποιείται με κάποιο τρόπο, συνήθως με συμπίεση ή/και προσθήκη συνδέτη
    μπρικέτα άνθρακα / λιγνίτη / ξύλου

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία