μπριγκέτα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μπριγκέτα < μετατροπή από "κ" σε "γκ" του μπρικέτα
Ουσιαστικό επεξεργασία
μπριγκέτα θηλυκό
- άλλη μορφή του μπρικέτα
Μεταφράσεις επεξεργασία
μπριγκέτα
→ δείτε τη λέξη μπρικέτα |
μπριγκέτα θηλυκό
→ δείτε τη λέξη μπρικέτα |