μπούνια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μπούνια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- οπές στο κατάστρωμα πλοίου, που επιτρέπουν την επιστροφή του νερού που μαζεύεται ενίοτε εκεί στη θάλασσα
Εκφράσεις επεξεργασία
- μέχρι/με/ως τα μπούνια: πάρα πολύ, σε υπερβολικό βαθμό