Δείτε επίσης: Μπούας

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η μπούας οι μπούες
      γενική του/της μπούα των μπουών
    αιτιατική τον/την μπούα τους/τις μπούες
     κλητική μπούα μπούες
Στη γενική ενικού για το θηλυκό, συχνά εκφέρεται τύπος σε -ας.
Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού,
δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «ταμίας».
Κατηγορία όπως «ταμίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπούας < αρχαία ελληνική βύας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπούας αρσενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία