μπουφόνικος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
μπουφόνικος, -η, -ο
- χαρακτηρισμός θεατρικού έργου ή ρόλου που έχει μοναδικό σκοπό να προκαλέσει γέλιο
- υπερβολικά αστείος, κωμικός, γελοίος
μπουφόνικος, -η, -ο