μπουτίκ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μπουτίκ < (άμεσο δάνειο) γαλλική boutique < παλαιά οξιτανική botica < λατινική apotheca < αρχαία ελληνική ἀποθήκη (αντιδάνειο)
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μπουτίκ θηλυκό άκλιτο
- μικρό κατάστημα ειδών πολυτελείας