Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπουρμπουλήθρα οι μπουρμπουλήθρες
      γενική της μπουρμπουλήθρας
    αιτιατική την μπουρμπουλήθρα τις μπουρμπουλήθρες
     κλητική μπουρμπουλήθρα μπουρμπουλήθρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπουρμπουλήθρα < μπούρμπουλ(ας) (μπάμπουρας) + -ήθρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπουρμπουλήθρα θηλυκό

  1. φυσαλίδα (με χαρακτηριστικό ήχο όταν σκάει)
    κόντεψε να πνιγεί! έβγαζε μπουμπουλήθρες!
  2. (μεταφορικά, στον πληθυνικό) κοτσάνα, βλακεία αέρας κοπανιστός
    άρχισες πάλι τις μπουρμπουλήθρες σου!

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία