μπουρινιάζω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μπουρινιάζω < μπουρίνι
Ρήμα επεξεργασία
μπουρινιάζω
- (συνήθως στο γ' ενικό) (αμετάβατο) ξεσηκώνω ξαφνική θύελλα
- το Ικάριο μπουρινιάζει
- (μεταφορικά) εκνευρίζομαι εύκολα, με πιάνουν τα νεύρα
- Πώς μπουρινιάζεις έτσι με το πρώτο; (Αγέλαστη Άνοιξη, Μενέλαου Λουντέμη)
Μεταφράσεις επεξεργασία
μπουρινιάζω
|