μπουντουάρ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μπουντουάρ < (λόγιο δάνειο) γαλλική boudoir[1] [2] < bouder + -oir < πρωτογερμανική *būd- *beud- / *buzda- / *bus- (φουσκώνω) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *beu- / *bu- / *bʰew-
Ουσιαστικό επεξεργασία
μπουντουάρ ουδέτερο άκλιτο
- έπιπλο σε κρεβατοκάμαρα ή άλλο δωμάτιο με καθρέφτη και χώρο για την τοποθέτηση κοσμημάτων, καλλυντικών κ.λπ.
- (παρωχημένο) μικρό σαλονάκι με εκλεπτυσμένη διακόσμηση, όπου η οικοδέσποινα καθόταν μόνη ή με τη συντροφιά πολύ στενών φίλων της
- ↪ πήραν το τσάι τους στο μπουντουάρ
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ μπουντουάρ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ μπουντουάρ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)