Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
ένα μπορντουροψάλιδο


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπορντουροψάλιδο τα μπορντουροψάλιδα
      γενική του μπορντουροψάλιδου των μπορντουροψάλιδων
    αιτιατική το μπορντουροψάλιδο τα μπορντουροψάλιδα
     κλητική μπορντουροψάλιδο μπορντουροψάλιδα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπορντουροψάλιδο < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπορντουροψάλιδο ουδέτερο

  • μηχάνημα για τον κήπο με το οποίο γίνεται κλάδεμα των φραχτών, ειδικά για να διατηρήσουν ορισμένο σχήμα

  Μεταφράσεις επεξεργασία