μπερεκετλίδικος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μπερεκετλίδικος < μπερεκέτι
Επίθετο επεξεργασία
μπερεκετλίδικος, -η, -ο (και μπερκετλίδικος, μπερικετλίδικος, μπερεκετλήδικος, μπερεκετιλήδικος)
Μεταφράσεις επεξεργασία
μπερεκετλίδικος
|