Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μπεντονίτης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Δείτε επίσης
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
μπεντονίτ
ης
οι
μπεντονίτ
ες
γενική
του
μπεντονίτ
η
των
μπεντονιτ
ών
αιτιατική
τον
μπεντονίτ
η
τους
μπεντονίτ
ες
κλητική
μπεντονίτ
η
μπεντονίτ
ες
Κατηγορία
όπως «
ναύτης
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Μπεντονίτης
Ετυμολογία
επεξεργασία
μπεντονίτης
<
αγγλική
bentonite
<
Benton
+
-ite
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μπεντονίτης
αρσενικό
(
ορυκτολογία
)
άργιλος
που περιέχει κυρίως
σμεκτίτη
και χρησιμοποιείται στη
βιομηχανία
Δείτε επίσης
επεξεργασία
μπεντονίτης
στη
Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μπεντονίτης
αγγλικά
:
bentonite
(en)
γαλλικά
:
bentonite
(fr)