Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπελούγκα οι μπελούγκες
      γενική της μπελούγκας των μπελουγκών
    αιτιατική την μπελούγκα τις μπελούγκες
     κλητική μπελούγκα μπελούγκες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπελούγκα < αγγλική beluga < ρωσική белу́га (belúga) < бе́лый (bélyj, λευκός) < πρωτοσλαβική *bělъ

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /beˈlu.ga/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπε‐λού‐γκα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπελούγκα θηλυκό

  1. (ζωολογία) Κητώδες (είδος φάλαινας) των αρκτικών και υποαρκτικών νερών
     συνώνυμα: λευκή φάλαινα
  2. (ιχθυολογία) είδος οξύρρυγχου, από τον οποίο παράγεται το ομώνυμο χαβιάρι
  3. (βοτανική, γαστρονομία) είδος μαύρης φακής (που μοιράζει με το ομώνυμο χαβιάρι)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία