μπεηλέρμπεης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μπεηλέρμπεης < τουρκική beylerbeyi < οθωμανική τουρκική بكلربكی (beylerbeyi, μπεηλέρμπεης)
Ουσιαστικό επεξεργασία
μπεηλέρμπεης αρσενικό
- (ιστορία) (Τουρκοκρατία) ανώτατος διοικητικός βαθμός στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, συνήθως διοικητής επαρχίας, υπαγόμενος απευθείας στον Μεγάλο Βεζίρη