Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μπεηλέρμπεης οι μπεηλερμπέηδες
      γενική του μπεηλέρμπεη των μπεηλερμπέηδων
    αιτιατική τον μπεηλέρμπεη τους μπεηλερμπέηδες
     κλητική μπεηλέρμπεη μπεηλερμπέηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπεηλέρμπεης < τουρκική beylerbeyi < οθωμανική τουρκική بكلربكی (beylerbeyi, μπεηλέρμπεης)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπεηλέρμπεης αρσενικό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία