μπατάλικος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μπατάλικος < → λείπει η ετυμολογία
ο πληθωρικός, αυτός που έχει μεγαλύτερο μέγεθος από το κανονικό.
Επίθετο επεξεργασία
μπατάλικος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη μπατάλης
ο πληθωρικός, αυτός που έχει μεγαλύτερο μέγεθος από το κανονικό.
μπατάλικος, -η, -ο