Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μπαστναζίτης οι μπαστναζίτες
      γενική του μπαστναζίτη των μπαστναζιτών
    αιτιατική τον μπαστναζίτη τους μπαστναζίτες
     κλητική μπαστναζίτη μπαστναζίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπαστναζίτης < γαλλική bastnäsite / bastnaesite < σουηδική Bastnäs (ονομασία ορυχείου κοντά στο Riddarhyttan, Västmanland, στη Σουηδία)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπαστναζίτης αρσενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία