μπασταρδοπαίδι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μπασταρδοπαίδι | τα | μπασταρδοπαίδια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | μπασταρδοπαίδι | τα | μπασταρδοπαίδια |
κλητική | μπασταρδοπαίδι | μπασταρδοπαίδια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μπασταρδοπαίδι < μπάσταρδος + -ο- + παιδί + -ι
Ουσιαστικό επεξεργασία
μπασταρδοπαίδι ουδέτερο
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μπασταρδοπαίδι
|