Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μπασταρδάκος οι μπασταρδάκοι
      γενική του μπασταρδάκου των μπασταρδάκων
    αιτιατική τον μπασταρδάκο τους μπασταρδάκους
     κλητική μπασταρδάκο μπασταρδάκοι
Κατηγορία όπως «υπνάκος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπασταρδάκος < μπάσταρδ(ος) + υποκοριστικό επίθημα -άκος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπασταρδάκος αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε μπάσταρδος