μπανιαρισμένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαμπανιαρισμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του μπανιαρισμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του μπανιαρισμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του μπανιαρισμένος