Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπανάκι τα μπανάκια
      γενική
    αιτιατική το μπανάκι τα μπανάκια
     κλητική μπανάκι μπανάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπανάκι < υποκοριστικό του μπάνιο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπανάκι ουδέτερο

  1. (οικείο) το λουτρό
    ψυχούλα μου, ήρθε η ώρα να πάμε να κάνουμε ένα μπανάκι!
  2. (οικείο) η κολύμβηση
    κάνει πολλή ζέστη, λέω να πάω για κανα μπανάκι

  Μεταφράσεις επεξεργασία