μπαμπουλωμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μπαμπουλωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μπαμπουλώνω
Μετοχή επεξεργασία
μπαμπουλωμένος -η -ο
- που έχει το κεφάλι καλυμμένο με μαντίλα ή κασκόλ
- που είναι υπερβολικά ντυμένος (με πολλά ζεστά ρούχα)
Μεταφράσεις επεξεργασία
μπαμπουλωμένος
|