μπαλονάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μπαλονάκι | τα | μπαλονάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | μπαλονάκι | τα | μπαλονάκια |
κλητική | μπαλονάκι | μπαλονάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μπαλονάκι < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μπαλονάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του: μπαλόνι
- (ιατρική) επεμβατική αγγειοπλαστική μέθοδος που χρησιμοποιείται σε φραγμένες αρτηρίες
Μεταφράσεις επεξεργασία
για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε μπαλόνι
υποκοριστικό για το μπαλόνι
|