Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπαλονάκι τα μπαλονάκια
      γενική
    αιτιατική το μπαλονάκι τα μπαλονάκια
     κλητική μπαλονάκι μπαλονάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπαλονάκι < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπαλονάκι ουδέτερο

  1. υποκοριστικό του: μπαλόνι
  2. (ιατρική) επεμβατική αγγειοπλαστική μέθοδος που χρησιμοποιείται σε φραγμένες αρτηρίες
     συνώνυμα: στεντ

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε μπαλόνι