μπαλαντέζα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μπαλαντέζα | οι | μπαλαντέζες |
γενική | της | μπαλαντέζας | — | |
αιτιατική | την | μπαλαντέζα | τις | μπαλαντέζες |
κλητική | μπαλαντέζα | μπαλαντέζες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μπαλαντέζα < γαλλική baladeuse, θηλυκό του baladeur < balade + -eur < balader < ballade < παλαιά οξιτανική ballada < υστερολατινική ballare < ballo < αρχαία ελληνική βαλλίζω (αντιδάνειο) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bal- (=κουνώ, χορεύω)
Ουσιαστικό επεξεργασία
μπαλαντέζα θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μπαλαντέζα
|