μπαλαμή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μπαλαμή | οι | μπαλαμές |
γενική | της | μπαλαμής | των | μπαλαμών |
αιτιατική | την | μπαλαμή | τις | μπαλαμές |
κλητική | μπαλαμή | μπαλαμές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μπαλαμή < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμπαλαμή θηλυκό (αρσενικό μπαλαμής)
- γυναίκα που δεν είναι τσιγγάνα
Μεταφράσεις
επεξεργασία μπαλαμή
|