μπακάπ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μπακάπ άκλιτο ουδέτερο
- (διαδικτυακή αργκό, νεολογισμός, ανεπίσημο, πληροφορική) εναλλακτικό, είτε εικονικό είτε φυσικό, που αντικαθιστά κάτι άλλο σε περίπτωση που παύσει να λειτουργεί και να εξυπηρετεί τον χρήστη
- (για λογισμικό)
- ※ Η ζημιά αποκαταστάθηκε σε μεγάλο βαθμό, υπήρχε μπακάπ του προγράμματος, αλλά έχουμε πρόβλημα με τα αρχεία και πρέπει θα δούμε πώς θα το βολέψουμε. (Χίλντα Παπαδημητρίου, Η συχνότητα του θανάτου, εκδ. Μεταίχμιο, 2016 [1])
- ≈ συνώνυμα: αντίγραφο, αντίγραφο ασφαλείας (πιο συγκεκριμένα), κλώνος
- (για υλισμικό)
- ↪ Προτείνεται σε όσους εργάζονται εξ αποστάσεως να έχουν και έναν υπολογιστή ως μπάκαπ, ούτως ώστε να ελαχιστοποιηθεί η πιθανή ζημιά που έπεται.
- ≈ συνώνυμα: εφεδρικό, εναλλακτικό