Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπάρεμου < οθωμανική τουρκική bari < περσική باری (bâri, "τουλάχιστον", "άπαξ")

  Επίρρημα επεξεργασία

μπάρεμου

  1. Ε, μπάρεμου πάρε και το σακάκι σου! Ε, τουλάχιστον πάρε και το σακάκι σου!
  2. Ήντα τον επήρατε μπάρεμου. Τι τον επήρατε τότε.

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Σύνδεσμος επεξεργασία

μπάρεμου

  Μεταφράσεις επεξεργασία