μούρλα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μούρλα | οι | μούρλες |
γενική | της | μούρλας | — | |
αιτιατική | τη | μούρλα | τις | μούρλες |
κλητική | μούρλα | μούρλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μούρλα < μουρλ(ός) + κατάληξη θηλυκού -α (αναδρομικός σχηματισμός) < βενετικά murlo
Ουσιαστικό επεξεργασία
μούρλα θηλυκό
- η ιδιότητα και η σχετική ασύνετη και ιδιόρρυθμη συμπεριφορά του μουρλού
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη μουρλός