μουσώνας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μουσώνας | οι | μουσώνες |
γενική | του | μουσώνα | των | μουσώνων |
αιτιατική | τον | μουσώνα | τους | μουσώνες |
κλητική | μουσώνα | μουσώνες | ||
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μουσώνας < (λόγιο δάνειο) γαλλική mousson[1] < πορτογαλική monção < αραβική موسم (mausim, εποχή του έτους) < ρίζα و س م (w-s-m)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /muˈso.nas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μου‐σώ‐νας
Ουσιαστικό επεξεργασία
μουσώνας αρσενικό
- (άνεμος) ισχυρός εποχικός άνεμος που πνέει κυρίως στον Ινδικό Ωκεανό και στη νότια Σινική θάλασσα
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μουσώνας
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ μουσώνας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας