μουστέλα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μουστέλα < ιταλική mustella (συγγενές με το mus) < πρωτοϊταλική *mūstrā
Ουσιαστικό επεξεργασία
μουστέλα θηλυκό
- (ζωολογία, θηλαστικό ζώο) γένος θηλαστικών της οικογένειας μουστελίδες (mystelidae)