Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
γυναίκα με μουσελίνα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μουσελίνα οι μουσελίνες
      γενική της μουσελίνας των μουσελινών
    αιτιατική τη μουσελίνα τις μουσελίνες
     κλητική μουσελίνα μουσελίνες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μουσελίνα < (άμεσο δάνειο) γαλλική mousseline + < ιταλική mussolina < Mussolo (Μοσούλη, πόλη στο βόρειο Ιράκ)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μουσελίνα θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία