μουσειολογία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μουσειολογία < μουσεί(ο) + -ο- + -λογία, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική museology
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /mu.si.o.loˈʝi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μου‐σει‐ο‐λο‐γί‐α
Ουσιαστικό επεξεργασία
μουσειολογία θηλυκό
- (νεολογισμός) η επιστήμη ή η γνώση που συνδέεται με την οργάνωση, ανάπτυξη και λειτουργία ενός μουσείου, τη σχετική μεθοδολογία καθώς και την ιστορία ή τον ρόλο των μουσείων σε μια κοινωνία