Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μουντζουρώνω < μουντζούρα

  Ρήμα επεξεργασία

μουντζουρώνω

  • δημιουργώ μουντζούρες σε χαρτί ή άλλη επιφάνεια, πχ για να διαγράψω βιαστικά ένα τμήμα κειμένου

Άλλες μορφές επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία