Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μουνίτσα οι μουνίτσες
      γενική της μουνίτσας
    αιτιατική τη μουνίτσα τις μουνίτσες
     κλητική μουνίτσα μουνίτσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μουνίτσα < υποκοριστικό του ουσιαστικού μουνί

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μουνίτσα θηλυκό

  1. (χυδαίο) νεαρή ελκυστική γυναίκα
  2. (ειρωνικό) άνθρωπος πονηρός και ύπουλος

  Μεταφράσεις επεξεργασία